Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῆς Ἀργοῦς

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναυτικά — Τίτλος που δόθηκε σε τέσσερα αρχαία ελληνικά και λατινικά εθνικά ποιήματα. 1. Έπος του Απολλώνιου του Ρόδιου σε 4 βιβλία, που περισώθηκε ολόκληρο και περιγράφει συστηματικά και με χρονική συνέχεια την Αργοναυτική εκστρατεία. Στα δύο πρώτα βιβλία… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου. Υιοθέτησε την ονομασία της από τους πρώτους κατοίκους της, τους Θεσπρωτούς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχικά, οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στη δυτική παραλία …   Dictionary of Greek

  • Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • αργώος — ἀργῷος, α, ον (Α) [Αργώ] 1. αυτός που ανήκει στην Αργώ («ἀργῷον σκάφος») 2. ο αστερισμός της Αργούς …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπλους — ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, οον, Α (για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής αρχ. 1. αυτός που πλέει… …   Dictionary of Greek

  • τίφυς — υος, ὁ, Α 1. εφιάλτης 2. ως κύριο όν. ὁ Τίφυς ο κυβερνήτης τής Αργούς …   Dictionary of Greek

  • Εργίνος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς του Ορχομενού, που έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Αντικατέστησε τον Τίφυ που πέθανε ως πηδαλιούχος της Αργούς. Αν και νέος, είχε άσπρες τρίχες· γι’ αυτό και τον ειρωνευόταν η Υψιπύλη και οι άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»